A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Μεσσηίς — Μεσσηΐς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηίδα — Μεσσηΐς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηίδος — Μεσσηΐς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)